Βάκχος

Βάκχος
Βάκχος, ,
A Bacchus, name of Dionysus, first in S.OT211 (lyr.), cf. E.Hipp.560 (lyr.), al., Limen.19, Theoc.Ep.18.3, etc.
2

Ζεὺς Β. Epigr.Gr.1035.22

.
II wine, E.IA1061 (lyr.), etc.
III Bacchanal, Heraclit.14, E.Ba.491: generally, any one inspired, frantic,

Ἅιδου Βάκχος Id.HF1119

; πολλοὶ μὲν ναρθηκοφόροι,

Β. δέ τε παῦροι Orph.Fr.5

.
2 branch carried by initiates, Xenoph.17.
IV a kind of grey mullet, Hices. ap. Ath.7.306e; = ὀνίσκος II, Dorio ap. Ath.3.118c, cf. Xenocr.I.
V garland,

βάκχοισιν κεφαλὰς περιάνθεσιν ἐστέ ψαντο Nic.Fr.130

.
VI = κλαυθμός ([place name] Phoenician), Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάκχος — Bacchus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα …   Dictionary of Greek

  • Βάκχος. — См. Бахус …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βάκχος — ο επωνυμία του θεού Διόνυσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάκχω — Βάκχος Bacchus masc nom/voc/acc dual Βάκχος Bacchus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχε — Βάκχος Bacchus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοι — Βάκχος Bacchus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοιο — Βάκχος Bacchus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοις — Βάκχος Bacchus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοισι — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοισιν — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”